- τόσην
- τόσοςso greatfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
εξωθιό — και εξωθιό (Μ ἐξωθιόν) 1. παραπέρα, ακόμη πιο πέρα («στον κόσμον τούτο κι οξωθιόν ήθελαν φανερώσει τής τύχης μου τής άδικης την σκλεροσύνην τόσην») 2. εκτός από 3. παρά μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. έξωθεν] … Dictionary of Greek
κιόλα(ς) — (Μ κιόλα και κιόλας) επίρρ. 1. ήδη, τόσο γρήγορα ή τόσο νωρίς, από τώρα (α. «δεν είναι μισή ώρα που έφυγε και γύρισε κιόλας» β. «ακόμη δεν είναι ούτε δύο η ώρα, σχολάσατε κιόλα;») 2. επί πλέον, επίσης (α. «δεν φτάνει που μάς παιδεύει κάθε μέρα,… … Dictionary of Greek
Φίλγας — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κάηκε μέσα σε ναό κατά την ώρα της λειτουργίας επί Γρατιανού (375 383). Μαζί του κάηκαν και άλλοι 25 μάρτυρες όπως αναφέρει το αφιερωμένο σε αυτούς δίστιχο: «Τόσην πυρί φλέγουσι πληθύν μαρτύρων όσας άγει μην… … Dictionary of Greek